δομούμαι

δομούμαι
δομούμαι, δομήθηκα, δομημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπερδομούμαι — έομαι, Α οικοδομούμαι πιο πάνω από κάποιο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δομοῦμαι (< δομος < δόμος < δέμω «χτίζω»), πρβλ. ἀναδομοῦμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”